- δηλητηριώδους
- δηλητηριώδηςnoxiousmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαλάγγιο — το / φαλάγγιον, ΝΜΑ, και φαλάγγι και σφαλάγγι Ν, και φαλαγγεῑον Α 1. είδος αράχνης, η ρωγαλίδα 2. ναυτ. καθεμιά από τις στρογγυλές δοκούς, πάνω στην οποία μετακινείται ένα βάρος καθώς αυτές κυλίονται, και ιδίως εκείνες που χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
σηψ — ηπός, η, ΝΑ, και σήψ, ὁ, Α [σήπομαι] νεοελλ. γένος ερπετών που περιλαμβάνει μικρές σαύρες αρχ. 1. (ως θηλ.) πληγή που σαπίζει 2. (ως αρσ.) α) ονομασία δηλητηριώδους φιδιού που το δάγκωμά του προκαλεί σήψη και υπερβολική δίψα β) ονομασία… … Dictionary of Greek
Λιβυστικός — Λιβυστικός, ή, όν (Α) 1. λιβυκός («ἐν τόποις Λιβυστικοῑς», Αισχύλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. είδος μη δηλητηριώδους φιδιού 3. το θηλ. ως ουσ. η μαύρη υδρία που τοποθετούνταν στον τάφο τών αγάμων, η λουτροφόρος 4. το ουδ. ως ουσ. είδος βοτάνου, η… … Dictionary of Greek
αγλέουρας — και αγλέορας και αγκλέορας και αγκλέουρας, ο 1. Βοτ. κοινή ονομασία τού δηλητηριώδους είδους Euphorbia biglandulosa τού γένους Ευφορβία* τής οικογένειας τών Ευφορβιδών 2. φρ. «έφαγε τον αγλέουρα», έφαγε υπερβολικά, μέχρι σκασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… … Dictionary of Greek
θεάγγελις — θεάγγελις, ιδος, ἡ (Α) ονομασία δηλητηριώδους βοτάνου που χρησιμοποιούσαν οι μάγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τού θεαγγελεύς*] … Dictionary of Greek
κεντρίτης — κεντρίτης, ὁ (Α) [κέντρον] 1. ως επίθ. αγκαθωτός («κάλαμος κεντρίτης», πάπ.) 2. είδος δηλητηριώδους φιδιού … Dictionary of Greek
κεφαλοκρούστης — κεφαλοκρούστης, ὁ (Α) κρανοκολάπτης*. είδος δηλητηριώδους αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κρούστης (< κρούστης < κρούω «χτυπώ»), πρβλ. ζυγο κρούστης, κυμβαλο κρούστης] … Dictionary of Greek
κρανοκολάπτης — κρανοκολάπτης, ὁ (Α) είδος δηλητηριώδους αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κρᾶνον (βλ. λ. κρανίο) + κολάπτης < κολάπτω «σκαλίζω»] … Dictionary of Greek
νευρίς — νευρίς, ίδος, ἡ (Α) [νευρά] 1. υποκορ. τού νευρά 2. ονομασία δηλητηριώδους φυτού … Dictionary of Greek